- σοροράτο
- το, Νβλ. σορορατικός.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σορορατικός — ή, ό, Ν 1. γυναικαδελφογαμικός 2. φρ. α) «σορορατικός γάμος» εθνολ. πρακτική που εφαρμοζόταν σε ορισμένες κοινωνίες και σύμφωνα με την οποία ο άνδρας ήταν υποχρεωμένος να παντρευθεί την αδελφή τής συζύγου του είτε όταν η τελευταία είχε πεθάνει… … Dictionary of Greek